Πώς μπορώ να συνεισφέρω ως ευσυνείδητος επαγγελματίας ψυχικής υγείας στην μη – χρονιοποίηση των πελατών μου;”

Ένα πείραμα επανεξέτασης των „επαγγελματικών αυτονόητων“ στο ψυχοκοινωνικό παιχνίδι σε μια πορεία αυτοβοήθειας των επαγγελματιών ψυχικής υγείας

Άννα Εμμανουηλίδου – Ψυχολόγος

Ι. Τα „Επαγγελματικά Αυτονόητα“

Τάση 1:

Ψυχικά πάσχοντα πρόσωπα δεν είναι σε θέση να αντέξουν συναισθηματικές επιβαρύνσεις κάθε είδους. Έντονες συγκινήσεις, ενθουσιασμός ή „υπερβολική αισιοδοξία“ απειλούν σοβαρά την ευαίσθητη ισορροπία τους.

Συνέπεια για την πράξη 1: Η μετριοπάθεια – ή μετριότητα – στην καθημερινή ζωή είναι ο πιο σίγουρος δρόμος για την ψυχική „σταθεροποίησή“ τους – ή αλλιώς διατυπωμένο: η ποθούμενη σταθεροποίησή τους μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα από τον χρυσό κανόνα του μέτρου-μετριότητας. Μια μικρή δόση κατάθλιψης πρέπει απαραίτητα να παραμείνει σε πείσμα κάθε επιτυχημένης θεραπείας – αν δεν γίνεται αλλιώς, μέσω μιας αυξημένης δόσης ψυχοφαρμάκων. (Ερώτηση κρίσεως: Τί κάνει σ’ αυτήν την περίπτωση κάποιος, που δεν έλκεται ιδιαίτερα από μια τέτοια „μετρημένη“ ζωή;)

Συνέπεια για την πράξη 2: Ο επαγγελματίας ψυχικής υγείας ως πρόσωπο αναφοράς των εν λόγω ψυχικά πασχόντων ατόμων είναι υποχρεωμένος να προφυλάσσει τους πελάτες του από „υπερβολές“ και να κρατά τις συναισθηματικές εξάρσεις τους „υπό έλεγχο“.

Τάση 2:

Ψυχικά πάσχοντα άτομα είναι κατά βάση απρόβλεπτα. Οποιαδήποτε μη αναμενόμενη εξέλιξη στον τομέα της θεραπείας ή αποκατάστασής τους ή στην προσωπική τους ζωή οφείλεται ακριβώς στο γεγονός ότι είναι ψυχικά άρρωστα – και ως εκ τούτου απρόβλεπρα – και όχι σε παράγοντες όπως π.χ. ο τρόπος δράσης των επαγγελματιών, της οικογένειας, άλλων προσώπων ή συστημάτων κλπ.

Συνέπεια για την πράξη 1: Δεν μπορεί κανείς να είναι ποτέ σίγουρος για την εικόνα που δίνει ένας ψυχικά πάσχων σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή, κυρίως όταν αυτή η εικόνα δεν ανταποκρίνεται στην κλινικά αναμενόμενη.

Συνέπεια για την πράξη 2: Δεν χρειάζεται να ερευνηθούν πιθανές αιτίες μιας μη αναμενόμενης εξέλιξης στο ίδιο το σύστημα υγείας ή στη διαπροσωπική σχέση του πελάτη με τον επαγγελματία ή σε άλλες διαπροσωπικές – διασυστημικές δυναμικές και να επιχειρηθούν αλλαγές, εφόσον η αιτία είναι γνωστή και σαφής: η „αρρώστια“.

Τάση 3:

Οι περισσότεροι ψυχικά πάσχοντες είναι ανίκανοι για μια ολοκληρωμένη κοινωνική επανένταξη, πράγμα που οφείλεται – επίσης – στην ίδια τους την ασθένεια.

Συνέπεια για την πράξη: Η αποτυχία μιας διαδικασίας κοινωνικής (επαν)ένταξης οφείλεται στην ανικανότητα των πελατών και όχι στο σύστημα επανένταξης. Επομένως, δεν είναι ανάγκη να αναζητηθούν άλλες αιτίες ή εναλλακτικές λύσεις σε διασυστημικό επίπεδο.

Τάση 4:

Οι ψυχικά πάσχοντες είναι άρρωστοι, δηλαδή άτομα χρήζοντα βοηθείας.

Συνέπεια για την πράξη 1: Ως εκ τούτου δεν γίνεται να περιμένει κανείς απ’ αυτούς πρωτοβουλίες και λογικές προτάσεις σε περιπτώσεις λύσης προβλημάτων. Αν μπορούσαν κάτι τέτοιο, δεν θα χρειάζονταν βοήθεια και δεν θα ήταν άρρωστοι. Σ’ αυτήν την ιδέα συνηγορεί επίσης το αναμφισβήτητο γεγονός ότι δεν αντέχουν επιβαρύνσεις (βλ. τάση 1) επομένως δεν είναι θεραπευτικά σωστό να πιεστούν συναισθηματικά και πνευματικά στο να βρουν λύσεις και ότι είναι απρόβλεπτοι (βλ. Τάση 2), επομένως δεν μπορεί κανείς να στηριχθεί στην σταθερότητα και φερεγγυότητα των όποιων προτάσεών τους).

Συνέπεια για την πράξη 2: Οι ψυχικά πάσχοντες δεν ερωτούνται για την γνώμη τους σε περιπτώσεις λύσεων σοβαρών προβλημάτων της ζωής τους. Οι επαγγελματίες ψυχικής υγείας είναι αρμόδιοι να σκεφτούν, να βρούν λύσεις και να τις προτείνουν στους πελάτες τους, συχνά δε και να τις επιβάλλουν.

Τάση 5:

Εφόσον κάποιος δεν μπορεί να δράσει ισότιμα (βλέπε τάση 4), δεν δικαιούται και να αντιμετωπίζεται ως ισότιμος συνομιλητής με την ευρύτερη έννοια. Για την προστασία που προσφέρει το (νοσοκομειακό ή εξωνοσοκομεικακό) ψυχοκοινωνικό πλαίσιο στον ψυχικά πάσχοντα, θα πρέπει εκείνος να συμμορφωθεί με τους δεδομένους κανόνες του, χωρίς δικαίωμα ατομικής διαπραγμάτευσης αυτών των κανόνων.

Συνέπεια: Εάν αυτό δεν τηρηθεί, ακολουθούνται τακτικές συμμόρφωσης-σωφρονισμού, όπως π.χ. επιστροφή από ένα εξωτερικό διαμέρισμα στο νοσοκομειακό πλαίσιο, στέρηση εξόδων, δέσιμο κλπ.,- πάντα βεβαίως με κλινική αιτιολόγηση.

Ένα παιχνίδι αντιστροφής

Ας επιχειρήσουμε τώρα, σ’ ένα αυθαίρετο παιχνίδι εντυπώσεων, να αντιστρέψουμε κατά κάποιον τρόπο την παραπάνω εικόνα, αν ισχυριστούμε απλά το αντίθετο και να παρατηρήσουμε προσεκτικά τα νέα δεδομένα που θα προκύψουν. Ας πούμε λοιπόν ότι:

1. Οι ψυχικά πάσχοντες μπορούν να αντέξουν συναισθηματικές και άλλες επιβαρύνσεις. Το ποιες και κατά πόσο εξαρτάται πάντα από το συγκεκριμένο άτομο, καθώς και από το πώς ορίζεται κάθε φορά η έννοια της „επιβάρυνσης“.

Συνέπεια για την πράξη: Ο μόνος που μπορεί να ορίσει την έννοια της συναισθηματικής επιβάρυνσης κάθε φορά είναι ο ίδιος ο ενδιαφερόμενος για τον εαυτό του (ποιός μας λέει π.χ. ότι δυνατές συγκινήσεις είναι πιο επιβαρυντικές για τον πελάτη μας, από ότι μια „μέτρια“, ή μετρημένη ζωή;).

2. Ψυχικά πάσχοντα άτομα μπορούν να είναι ψυχικά σταθεροποιημένα σε κατάσταση ενθουσιασμού ή δυνατής συγκίνησης, όπως ακριβώς και όλοι οι υπόλοιποι άνθρωποι.

Συνέπεια για την πράξη: Η μετριότητα και ο εξωτερικός έλεγχος δεν είναι ο μοναδικός δρόμος προς την ψυχική σταθεροποίηση – σταθερότητα. Ο επαγγελματίας δεν χρειάζεται να επαγρυπνεί για να προλάβει ή να αποκρούσει συναισθητικές εξάρσεις των πελατών του και μπορεί να αξιοποιήσει τον χρόνο και την ενέργειά του σε άλλα, ίσως δημιουργικότερα πεδία.

3. Ψυχικά πάσχοντα άτομα είναι ακριβώς τόσο προβλέψιμα, εξηγήσιμα και ικανά για μια κοινωνική ένταξη, όσο και „μη πάσχοντα“ άτομα, δηλαδή: κατά κανόνα λίγο (και πάντως σε διαφορετικό βαθμό από πρόσωπο σε πρόσωπο).

Συνέπεια: Όταν προκύπτει μια μη αναμενόμενη εξέλιξη, πρέπει κανείς να ερευνήσει την συγκεκριμένη κατάσταση ή δομικά στοιχεία του συστήματος υπό το οποίο συνέβη το γεγονός, και ενδεχομένως να παρέμβει στο συγκεκριμένο διαπροσωπικό ή συστημικό πλαίσιο.

4. Αν οι ψυχικά πάσχοντες δεν είναι ιδιαίτερα απρόβλεπτοι ή ανίκανοι για επιβαρύνσεις μπορούν να έχουν και μια αξιόπιστη γνώμη για διάφορα θέματα, ειδικά τέτοια που τους αφορούν προσωπικά, καθώς διαθέτουν τις περισσότερες και τις αυθεντικότερες πληροφορίες πάνω στο πρόβλημα, τους ίδιους και τους στόχους τους. Μ’ αυτήν την έννοια είναι από την μια πλευρά φυσικό και από την άλλη πολύ πιο οικονομικό για τον επαγγελματία ψυχικής υγείας, να τους ρωτήσει απευθείας για την απόψεις τους, αντί να προσπαθεί σε ένα παιχνίδι ντετεκτιβισμού και αβέβαιου πατερναλισμού να μαντέψει!

5. Αν οι ψυχικά πάσχοντες μπορούν να συνεισφέρουν παραγωγικά σε μια διαδικασία λύσης προβλημάτων (τους), έχουν κιόλας αποδείξει ότι μπορούν να δράσουν εποικοδομητικά και δεν χρειάζεται επομένως να αντιμετωπίζονται ως μη ισότιμα μέλη της θεραπευτικής ενότητας.

Συνέπεια: Οι κανόνες παραμονής τους στο σύστημα περίθαλψης μπορούν σ’ αυτήν την περίπτωση να γίνουν αντικείμενο διαπροσωπικής διαπραγμάτευσης με τους θεραπευτές τους με βάση πάντα τον εκάστοτε θεραπευτικό στόχο. Σ’ ένα τέτοιο „θεραπευτικό συμβόλαιο“ καταγράφονται τότε όχι μόνο οι υποχρεώσεις του πελάτη, αλλά και τα δικαιώματά του, καθώς και οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα του επαγγελματικού πλαισίου βοήθειας.

Αν ψυχικά πάσχοντα πρόσωπα αναβαθμιστούν σε έναν ρόλο ισότιμου συνομιλητή στο σύστημα βοήθειας προς τους ίδιους, δεν είναι πια υποχρεωμένα να αναπαράγουν τον ρόλο τους ως αρρώστων, ώστε να παραμείνουν σ’ αυτό, δεν χρειάζεται και να δείχνουν ή να παράγουν συμπτώματα της αρρώστιας τους κατά τακτά χρονικά διαστήματα. Αυτό θα μπορούσε μάλιστα μεσοπρόθεσμα να σημαίνει ότι θα είχαν από τον ίδιο το σύστημα την άδεια να γίνουν πραγματικά καλά!

ΙΙ. Μερικά χαρακτηριστικά των „Αυτονόητων“,

η λειτουργικότητα της στασιμότητας και οι συνέπειες μιας απόφασης αλλαγής

Ένα μεγάλο μέρος των αυτονόητων που κρύβονται πίσω από τις καθημερινές λογικές οργάνωσης της δουλειάς και της συνύπαρξης των επαγγελματιών ψυχικής υγείας με τους πελάτες τους στηρίζονται σε παραδοσιακές προκαταλήψεις, οι οποίες είτε δεν έχουν γίνει ως τέτοιες ακόμα συνειδητές, είτε έχουν „επιβεβαιωθεί“ στην πορεία μιας μακροχρόνιας πορείας και εμπειρίας με τέτοια άτομα και ξαναυιοθετούνται αυτόματα ως δεδομένα, που σε μια κυκλική διαδικασία επανακαθορίζουν τον τρόπο διαπραγμάτευσης με τους ψυχικά πάσχοντες.

Σ’ αυτήν την πορεία – επιφορτισμένη με πολλές ματαιώσεις από την πλευρά των επαγγελματιών – κυριαρχούν πολύ συχνά σχέσεις αντιπαλότητας, ανταγωνισμού, πατερναλισμού και άμυνας ανάμεσα στις δύο ομάδες, οι οποίες εμπλέκουν τους ψυχικά πάσχοντες και τους επαγγελματίες σε ένα παιχνίδι εξουσίας, που παραποιεί κατ΄ουσίαν τους ρόλους, τις προσδοκίες και τους στόχους και των δύο πλευρών.

Υποστηρίζουμε ότι από τη στιγμή που τα παραπάνω αυτονόητα και άλλα αυτού του τύπου ενεργοποιούνται στην δουλειά με ψυχικά πάσχοντες, επαναλαμβάνεται σχεδόν αναπόφευκτα και με μαζικό τρόπο η ιστορία της χρονιοποίησης και ιδρυματοποίησης τόσο των ίδιων όσο και των επαγγελματιών, ανεξάρτητα από το – λιγότερο ή περισσότερο „προοδευτικό“ – όνομα, που οι συγκεκριμένοι θεσμοί ή δομές φέρουν.

Μια τέτοια διαδικασία θεωρούμε ότι πλήττει με έναν εξίσου αντιδημιουργικό τρόπο τους επαγγελματίες ψυχικής υγείας, γιατί τους κλείνει τον δρόμο προς την χειραφέτησή τους από μια συνολική κουλτούρα Πεσιμισμού, Εξουσιαστικότητας και Αισθήματος επαγγελματικής-επιστημονικής και προσωπικής αδυναμίας ή ανικανότητας αντίστασης στις δεδομένες δυναμικές, που σκοτώνει τη φαντασία και την ελπίδα τους στην δουλειά με τους ψυχικά πάσχοντες και οδηγεί τους ίδιους σε τάσεις παραίτησης και προσωπικής δυσφορίας.

Η στάση διατήρησης-συντήρησης αυτών των αυτονόητων στηρίζεται αναμφισβήτητα στις προσωπικές ανασφάλειες και στην απόλυτα κατανοητή ανάγκη των επαγγελματιών ψυχικής υγείας να παραμείνουν αποδεκτοί στο κοινωνικό και επαγγελματικό τους πλαίσιο.

Σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο φαντάζουν εναλλακτικοί τρόποι διαπραγμάτευσης με την ψυχική „αρρώστια“ και με τα ψυχικά πάσχοντα πρόσωπα συχνά απειλητικοί και ενσωματώνονται με δυσκολία και πολύ αργά στην κοινωνική καθημερινότητα. Γι΄ αυτό το λόγο μετατρέπεται το θέμα των – επιθυμητών ή όχι – αλλαγών προς μια νέα κουλτούρα χειραφέτησης στον ψυχοκοινωνικό χώρο σε ένα θέμα μιας νέας διαπραγμάτευσης με την ίδια την κοινωνία:

Γιατί αυτός ο τρόπος διαπραγμάτευσης δεν αποτελεί όμως την μοναδική δυνατότητα στην επαφή μας με ψυχικά πάσχοντες ανθρώπους. Έννοιες όπως „προσωπική συνάντηση με τον ψυχικά πάσχοντα“, „κοινή διαδικασία μάθησης“, „συντροφική συνεργασία κατά την ανάπτυξη κοινών στόχων“, „αλληλεγγύη“, “ανάπτυξη του δυναμικού αυτοβοήθειας των πελατών“, „αναγνώριση της προσωπικής τους ευθύνης στην διαδικασία της αρρώστιας ή της υγείας τους“ – προσπαθούν όλες να περιγράψουν έναν λιγότερο εξουσιαστικό και πιο αποτελεσματικό τρόπο συνεργασίας με τους ψυχικά πάσχοντες, ο οποίος ήδη έχει βρει τις πρώτες του εφαρμογές στο ψυχοκοινωνικό σύστημα. Το πέρασμα από την παραδοσιακή-ψυχιατρική κατανόηση επαγγελματικών ρόλων σε παρόμοιες εναλλακτικές οπτικές συνδέεται με ζητήματα βάσης στον κοινωνικό χώρο και δεν μπορεί να απαντηθεί ατομικά.

Υπάρχουν σήμερα στην κοινωνία αυτές οι πηγές δυναμικού, από τις οποίες θα μπορούσαν οι επαγγελματίες ψυχικής υγείας – αν υποθέσουμε ότι το επιθυμούν!- να αντλήσουν την ενέργεια που τους χρειάζεται για να υπερβούν τα μέχρι σήμερα ισχύοντα θεσμικά τους όρια; Σε μια τέτοια περίπτωση ποιες είναι αυτές; Και, αν το παραπάνω σκεπτικό ισχύει, θα μπορούσε άραγε μια εναλλακτική πρακτική στον ψυχοκοινωνικό χώρο να λειτουργήσει ως ρήγμα ανανέωσης του τρόπου θέασης της Διαφοράς στην ευρύτερη κοινωνία; Πώς θα μπορούσαν να εκτιμηθούν και να ζυγιστούν εκ των προτέρων τα υπέρ και τα κατά μιας τέτοιας δραστηριότητας;

Πού βρίσκεται η πρωταρχική αφετηρία ενός τέτοιου σκεπτικού προς αυτήν την κατεύθυνση;

ΙΙΙ. Ο δρόμος

Μακροχρόνια εμπειρία στον ψυχοκοινωνικό χώρο έχει δείξει ότι σε περιπτώσεις θεσμικών μετασχηματισμών, αλλά και αλλαγών σε πιο προσωπικά πλαίσια δουλειάς δεν υπάρχουν έτοιμες, προκατασκευασμένες λύσεις, που θα μπορούσαν να στηρίξουν εποικοδομητικά παρόμοιες διαδικασίες. Στην καθημερινή πρακτική γίνεται φανερό ότι ακόμα και οι βασικότερες έννοιες χρήσης είναι φορτισμένες με μεγάλη σχετικότητα και χάνουν όλο και περισσότερο το παραδοσιακό τους βάρος ως νόρμες σκέψης και δράσης.

  • Τί είναι „φυσιολογικότητα“ και σε ποιο βαθμό είναι αποδεκτό να καθορίζει ως κεντρική έννοια τους στόχους μας στην ψυχοκοινωνική διαπραγμάτευση;
  • Ποιά ερωτήματα προκύπτουν όταν παρατηρείται πως αυτή η „φυσιολογικότητα“ είναι δυσλειτουργική και συχνά επιζήμια ακόμα και για τα θεωρούμενα „υγιή“ και „προσαρμοσμένα“ άτομα της εν λόγω της κοινωνίας;
  • Πώς μπορεί κανείς να διαπραγματευτεί έναν ενδιάμεσο δρόμο ανάμεσα στην απόλυτη – πιθανόν ισοπεδωτική – κοινωνική „ενσωμάτωση“ των ψυχικά πασχόντων και σε μια ευρύτερη κοινωνική αποδοχή τους;
  • Τί σημαίνει στην ψυχοκοινωνική πράξη ο στόχος της „αυτονόμησης“ ή „ανεξαρτητοποίησης“ των ψυχικά πασχόντων – συνήθως από τα συστήματα πρόνοιας;
  • Πού βρίσκονται τα όρια ανάμεσα στην αυτονομία και την μοναχικότητα στην ζωή, ανάμεσα στην δύναμη που πηγάζει από την ανεξαρτησία και στην συναισθηματική ερήμωση και μοναξιά;
  • Είναι πράγματι μη ρεαλιστική και πρακτικά ανεφάρμοστη μια διαδικασία συγκαθορισμού και συνεχούς τροποποίησης των όρων σύνδεσης του ψυχικά πάσχοντος με το ψυχοκοινωνικό σύστημα σύμφωνα με τις εκάστοτε προσωπικές του ανάγκες;
  • Ποιό ρόλο παίζει σε μια διαδικασία προβληματισμού και πειραματισμού πάνω σ΄αυτά τα ζητήματα το συγκεκριμένο μοντέλο οργάνωσης της δουλειάς (π.χ. κάθετο/ιεραρχικό ή οριζόντιο μοντέλο οργάνωσης μοιρασμένης ευθύνης) των ψυχοκοινωνικών λειτουργών; Σε ποιό βαθμό προκύπτουν διαφορές στην πράξη κατά την εφαρμογή διαφορετικών εργασιακών σχημάτων;
  • Τί σημαίνει, τέλος, και ποια λειτουργία πληρεί η σ’ αυτόν τον χώρο κυρίαρχη κουλτούρα του Πεσιμισμού, στο πλαίσιο της οποίας απορρίπτονται ή παραμερίζονται οράματα στο όνομα του ρεαλισμού;

Το γεγονός ότι σ’ αυτήν την εργασία τίθενται περισσότερα ερωτήματα απ’ αυτά που απαντώνται δεν είναι τυχαίο. Στηρίζεται στην βεβαιότητα ότι στην εκάστοτε ρέουσα πραγματικότητα μόνο οι άμεσα ενδιαφερόμενοι μπορούν να δώσουν έγκυρες ερμηνείες και απαντήσεις. Η επίμονη αμφισβήτηση και επερώτηση συνθηκών και καταστάσεων που δυσχεραίνουν την συνύπαρξη και την δουλειά μας με τους ψυχικά πάσχοντες, φαίνεται να είναι ο πιο γόνιμος δρόμος για μια αποτελεσματική εμπειρία στον ψυχοκοινωνικό χώρο και μια δημιουργική προσωπική εξέλιξη τόσο των πελατών όσο και των επαγγελματιών των εν λόγω θεσμών.

Πυρήνα μιας τέτοιας εξελικτικής διαδικασίας μπορεί κατά τη γνώμη μας να αποτελέσει η ιδέα της „συνεργατικής αναζήτησης“ (γερμ. kooperativer Diskurs) ανάμεσα στα άμεσα εμπλεκόμενα πρόσωπα και την κοινότητα σε διάφορα επίπεδα επικοινωνίας και δράσης με την βεβαιότητα ότι ο ένας μπορεί να μάθει πολλά από τους άλλους. Αυτό μπορεί να αποτελέσει το κλειδί για την ανεύρεση λύσεων, την ανανέωση της καθημερινότητας, την ανάπτυξη μιας βασικής πολιτικής κουλτούρας, που θα καταστήσει δυνατές γόνιμες και αποτελεσματικές παρεμβάσεις.

Μια τέτοια επικοινωνία θα πρέπει να στηρίζεται στην αλληλεγγύη ανάμεσα στους επαγγελματίες, τους ψυχικά πάσχοντες και τις άλλες σχετιζόμενες κοινωνικές ομάδες και θα πρέπει να κατευθύνεται στην επεξεργασία μιας κοινής συνείδησης πάνω στους διάφορους ρόλους, την εκτίμηση των εκάστοτε δυναμικών και τους στόχους ενός ψυχοκοινωνικού μοντέλου ή πράξης. Σ’ αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να δοθεί καταρχήν στις ομοιότητες πολύ μεγαλύτερη βαρύτητα απ’ o,τι στις διαφορές των συμμετεχόντων ομάδων και προσώπων.

Μια τέτοια πολυεπίπεδη διαδικασία αποσκοπεί στην ευέλικτη συγκεκριμενοποίηση των ρόλων και των περιθωρίων δράσης του κάθε συμμετέχοντος μέλους. Απώτερος στόχος είναι η απελευθέρωση δυναμικών φαντασίας και αυτοβοήθειας τόσο των πελατών όσο και των επαγγελματιών του ψυχοκοινωνικού συστήματος, που στην πορεία θα πάρουν την μορφή μικρών ή ευρύτερων αυτοοργανωμένων πειραμάτων στην πράξη, τα οποία θα έχουν στην μεταξύ τους επαφή την ευκαιρία κριτικής και αυτοκριτικής, (αυτο)διόρθωσης και περαιτέρω εξέλιξης.

Η υιοθέτηση ενός τέτοιου σχήματος σκέψης και δουλειάς έρχεται ευνόητα σε ριζική αντίθεση με την φιλοσοφία και τους παραδοσιακούς τρόπους λειτουργίας της Ψυχιατρικής και φαντάζει, στην αρχή της τουλάχιστον, εξαιρετικά επίπονη και χρονοβόρα. Μ’ αυτήν την έννοια απαιτείται η λήψη μιας συνειδητής απόφασης από τα συμμετέχοντα πρόσωπα και η ανάπτυξη συλλογικής συνείδησης πάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα, πριν προχωρήσει κανείς σε παρόμοιους πειραματισμούς. Το αποτέλεσμα είναι η σταδιακή οικοδόμηση μιας νέας κουλτούρας, που υπόσχεται νέες οπτικές και ενδιαφέροντα ανοίγματα σκέψης και δράσης τόσο στους ίδιους τους ψυχικά πάσχοντες όσο και στους επαγγελματίες συνομιλητές τους – σε μια μακροπρόθεσμη προοπτική δε, ακόμα και στην ίδια την κοινωνία.

[1] Εννοείται ότι ψυχιατρικά χρωματισμένοι όροι όπως ψυχικά πάσχων, θεραπεία κλπ. χρησιμοποιούνται στο άρθρο αυτό καθαρά συμβατικά και με πλήρη επίγνωση της δυναμικής που επιφέρουν στις σχέσεις και την δράση γύρω από την ψυχική υγεία ή ασθένεια, ακόμα και αν δεν μπαίνουν πάντα σε εισαγωγικά.